καλώνυμος

καλώνυμος
κᾰλώνῠμ-ος, ον,
A bearing a fair name,

εὐσέβεια IG5(1).1331

([place name] Laconia), cf. EM143.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλώνυμος — καλώνυμος, ον (AM) αυτός που έχει καλό όνομα, καλή φήμη, υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ιδι ώνυμος, ψευδ ώνυμος] …   Dictionary of Greek

  • καλώνυμος — bearing a fair name masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλώνυμον — καλώνυμος bearing a fair name masc/fem acc sg καλώνυμος bearing a fair name neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλωνύμου — καλώνυμος bearing a fair name masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλωνύμῳ — καλώνυμος bearing a fair name masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Имралы — в акватории Mраморного моря Имралы также Имрали (тур. İmralı Adası; ранее также употреблялись исконные греческие названия …   Википедия

  • καλωνυμούμαι — καλωνυμοῡμαι, έομαι (Α) [καλώνυμος] έχω καλό όνομα, καλή φήμη, υπόληψη …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

  • καλωνύμωι — καλωνύμῳ , καλώνυμος bearing a fair name masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”